- περητός
- -ή, -όν, Αιων. τ. βλ. περατός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περατός — και ιων. τ. περητός, ή, όν, Α [περώ] 1. αυτός από τον οποίο μπορεί να περάσει κανείς, διαβατός 2. ο περατικός 3. (για ποταμό) ο πλωτός … Dictionary of Greek